ἡλοπαγής

ἡλοπαγής
ἡλο-πᾰγής, ές, ([etym.] πήγνυμι)
A fixed with nails, Man.1.149.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡλοπαγής — fixed with nails masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”